- χλωροπίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια δίπτερων εντόμων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος χλώρωψ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chloropidae (< χλώρωψ, -οπoς, + κατάλ. -ίδες*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλώρωψ — ο, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χλωροπίδες, με ζωηρό πράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorops (< χλωρ[ο] * + ὤψ, ὠπός [βλ. λ.])] … Dictionary of Greek